- έμμονος
- -η, -ο (AM ἔμμονος, -ον)αυτός που εμμένει σε κάτι, επίμονος, σταθερόςνεοελλ.φρ.1. «έμμονη ιδέα» — ιδέα που μένει διαρκώς στη συνείδηση τού ατόμου και επηρεάζει ολόκληρο τον ψυχικό κόσμο και τις αντιδράσεις του2. «έμμονα αέρια» — μη πτητικά αέρια3. «έμμονα σπόρια» — κύτταρα (ασκομυκήτων, κυανοφυκών κ.λπ.) που περιβάλλονται από μεμβράνη ώστε να ανθίστανται σε δυσμενείς καιρικές συνθήκες και να διαδίδουν το είδος4. (ως φιλοσοφικός όρος) α) το να υπάρχει η αιτία τής υπάρξεως μέσα στο ίδιο το υποκείμενο και όχι έξω από αυτό, να μην είναι η αιτία υπερβατική («ο Θεός είναι η έμμονη αιτία τού κόσμου», Σπινόζα)β) «έμμονο είναι αυτό που μένει μέσα στην εμπειρία» (Καντ)αρχ.1. (για νόσο) επίμονος, που δεν παρουσιάζει ύφεση2. σταθερός, ακλόνητος στην άποψή του.
Dictionary of Greek. 2013.